- ξυλοφόριος
- ξῠλο-φόριος, ον,A belonging to a wood-offering, ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτή the Jewish feast of Tabernacles, J.BJ 2.17.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοφόριος — ξυλοφόριος, ον (Α) [ξυλοφόρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλοφορία, στην προσφορά ξύλων 2. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὰ ξυλοφόρια η εορτή τών Ιουδαίων Σκηνοπηγία, κατά την οποία μετέφεραν κλάδους δένδρων για κατασκευή σκηνών («ἡ τῶν… … Dictionary of Greek
ξυλοφορίων — ξυλοφόριος belonging to a wood offering masc/fem/neut gen pl ξυλοφορέω carry wood pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)